ὀψάγονος

ὀψάγονος
ὀψάγονος, ον,
A = ὀψίγονος, Stud.Ital.2(1922).365 (Crete, Epigr., iii/ ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οψάγονος — ὀψάγονος, ον (Α) βλ. οψίγονος …   Dictionary of Greek

  • οψίγονος — η, ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, ον) (για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης αρχ. 1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος 2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία 3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”